Στο τέλος του 2007 ο Αλέκος Αλαβάνος είχε χαρακτηριστεί ως πολιτικό πρόσωπο της χρονιάς.
Το κόμμα του τα είχε πάει αρκετά καλά στις εκλογές, είχε ξεκολλήσει από τον ρόγχο του 3%, είχε κερδίσει και πάλι, μετά πολύ καιρό, τον αέρα των μαζικών χώρων και της νεολαίας, διαμόρφωνε ένα αριστερό προφίλ αρκετά ελκυστικό για τις νεότερες γενιές. Ο ίδιος ήταν ο αδιαφιλονίκητος ηγέτης της Αριστεράς, είχε διασκεδάσει προσώρας τη φαγωμάρα των τάσεων, έστεκε υπέράνω της ετικέτας “Αριστερό Ρεύμα”, είχε κερδίσει με ρίσκο και αποκοτιά τη βουλευτική έδρα στο Ηράκλειο. Και τότε, στο ζενίθ του, με όλα τα χαρτιά του ανοιχτά, αιφνιδίασε και πάλι: αποχώρησε από την ηγεσία, προκρίνοντας για πρόεδρο τον “μικρό”, προκρίνοντας αλλαγή προσώπων και αλλαγή ατζέντας.
Η παραίτηση του 2007 περιγράφτηκε ως ευφυής τακτική κίνηση, με στρατηγικό βάθος, αφενός· αλλά και ως ιδιοσυγκρασιακή συμπεριφορά ενός ανθρώπου βαθύτατα πολιτικού, που παίζει ζάρια με την ιστορία. Τολμά, ρισκάρει· κι αν βγει. Προχθές, είπε μέσες-άκρες ότι δεν του βγήκε… Οτι δεν ξέρει αν μετάνιωσε. Κατόπιν, κάλεσε τις συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ, και τους ζήτησε να παραιτηθεί από την ηγεσία της κοινοβουλευτικής ομάδας και του μετωπικού μορφώματος. Σοκαρισμένοι, φαντάζομαι, οι συνιστώντες, του είπαν, όχι, δεν δεχόμαστε την παραίτηση. Το ψυχόδραμα συνεχίζεται τη Δευτέρα.
Ο 59χρονος Αλέκος Αλαβάνος, γόνος παλαιάς πολιτικής οικογενείας της Τήνου, εκπρόσωπος της αντιδικτατορικής γενιάς, από παιδί στο ΚΚΕ, ευρωβουλευτής επί 23 χρόνια (ίσως ο εμπειρότερος Ελληνας της Ευρωβουλής), είναι βετεράνος της πολιτικής. Κανείς πολιτικός αρχηγός σήμερα δεν διαθέτει την αγωνιστική και επιτελική πείρα του, σφυρηλατημένη μάλιστα μέσα σε κορυφαίες στιγμές της μεταπολιτευτικής ελληνικής ιστορίας, και κανείς δεν γνωρίζει τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ενωσης εκ τω έσω, όπως αυτός, ο αρχικά ευρωαρνητής κουκουές που σταδιακά μεταμόρφωθηκε σε αριστερό ευρωσκεπτικιστή και ευρωπαϊστή.
Στο πρόσωπο του Αλαβάνου, η Αριστερά, το κομβικό 2004, βρήκε τον ιδανικό ηγέτη: αναγνωρίσιμο, δημοφιλή και αποδεκτό στα μη αριστερά ακροατήρια, με αριστερές περγαμηνές εντούτοις, με ευρωπαϊκή εμπειρία και παιδεία, ανοιχτό στους νέους και τα νέα ρεύματα. Και παρ’ όλη την καταγωγή του από το παλαιολιθικό ΚΚΕ, έτοιμο να οδηγήσει τη Νέα Αριστερά στο δύσκολο νέο περιβάλλον, χωρίς αγκυλώσεις. Το έκανε. Οδήγησε την Αριστερά σε σκολιές ατραπούς, σε αυτοϋπερβάσεις, σε δύσκολες ερμηνείες, σε καιροσκοπικές περιπέτειες, σε κυνήγι του Zeitgeist. Εως σήμερα.
Είπαμε πριν, για ιδιοσυγκρασιακή συμπεριφορά. Πράγματι, η σχέση του με την εξουσία είναι ιδιοσυγκρασιακή, δεν ταιριάζει με τα στερεότυπα που έχουμε για τους ηγέτες, δεξιούς και αριστερούς, οι οποίοι συνήθως γαντζώνονται στην εξουσία, τρέφονται απ’ αυτήν, δεν ξέρουν πότε να αποχωρήσουν, συχνότατα ξεχνούν την ίδια την ουσία της πολιτικής, την πολιτική πράξη, την ιστορική ευθύνη, την προσωπική ακεραιότητα, την υστεροφημία. Ολα χάριν της εξουσίας.
Ο Αλέκος στέκεται αμφίθυμος απέναντι στην εξουσία· σαν αριστερός ουτοπιστής περισσότερο, παρά σαν πραγματιστής διαχειριστής. Αυτό είναι αρετή μα και αδυναμία.
Παρόμοια αμφιθυμία διατρέχει τη σχέση του με το πολιτικό του τέκνο Αλέξη Τσίπρα: χειραφέτηση, αφενός, πατερναλισμός, αφετέρου. Η υπέρβαση φρενάρεται από τον πραγματισμό.
Μα αυτή η αμφιθυμία σφραγίζει την Αριστερά σήμερα: ανάμεσα στην υπέρβαση, στο ουτοπικό πρόταγμα, την ανάδειξη της κοινωνίας των στριμωγμένων και των αποκλειομένων· και στον πραγματισμό της πρότασης εξουσίας, στην πρόθεση διακυβέρνησης. Αυτή η αμφιθυμία, αυτό το ψυχόδραμα, το acting out περιέχονται όλα μες στην παραίτηση Αλαβάνου. Και η ιστορική ευθύνη ενώπιον της διηνεκούς Αριστεράς.