O κ. Παπανδρέου έχει δείξει εμπράκτως και σημειολογικά πως παίρνει πολύ σοβαρά την υπόθεση της πάταξης της διαφθοράς: ξεκαθάρισε τα ψηφοδέλτια από τους γνωστούς υπόπτους και έχει θέσει ως κεντρικό στόχο τη διαφάνεια. Είναι όμως νομοτελειακά βέβαιο ότι, αν όχι σε τρεις, το πολύ σε έξι μήνες θα φτάσει στο γραφείο του πρωθυπουργού ή του κ. Παμπούκη ένας... φάκελος με στοιχεία ή ισχυρές ενδείξεις πως κάποιο στέλεχος του ευρύτερου κρατικού μηχανισμού είτε «τα έχει πάρει» είτε «πρόκειται να κλείσει μια δουλειά και να τα πάρει». Δεν είμαι διόλου κυνικός στην πρόβλεψη αυτή. Είναι τέτοια η φύση της ελληνικής κοινωνίας, τέτοια η αντίληψη του κρατικοδίαιτου κομματιού του επιχειρηματικού κατεστημένου, τόσο διαβρωμένη η πολιτική μας κουλτούρα, που θεωρώ ότι οι πιθανότητες να μη συμβεί κάτι τέτοιο είναι απειροελάχιστες.
Ομως, το πώς θα χειριστεί τον πρώτο φάκελο ....
σκανδάλου που θα φτάσει στα χέρια του, θα παίξει καταλυτικό ρόλο στη διακυβέρνησή του. Αν δημοσιοποιήσει την υπόθεση, εκδιώξει τον υπεύθυνο, έστω και αν η υπόθεση δεν είναι 100% «δεμένη», και απευθυνθεί στο τέλος στη Δικαιοσύνη, θα έχει κερδίσει ένα μεγάλο στοίχημα. Θα κερδίσει δηλαδή πολλές μονάδες στις δημοσκοπήσεις, θα στείλει το ισχυρότερο δυνατό μήνυμα στους υπουργούς και τα στελέχη του και θα αλλάξει επιτέλους σελίδα σε αυτό το κεφάλαιο της μεταπολίτευσης. Δεν θα είναι εύκολο, γιατί αμέσως θα πέσουν πάνω του όλοι οι «έμπειροι» να προτείνουν το κουκούλωμα κ. λπ.
Ας δει όμως τα παραδείματα των δύο προκατόχων του. Ο κ. Σημίτης έχασε τη μάχη με τη διαφθορά και τη διαπλοκή γιατί διεμήνυε μέσω των συνεργατών του πως «πρέπει να πάτε στον εισαγγελέα». Κανείς όμως λογικός επιχειρηματίας ή πολίτης δεν τολμά να μπλέξει σε μια περιπέτεια διασυρμού, εκβιασμών κ. λπ. αν δεν έχει την πλήρη πολιτική κάλυψη του πρωθυπουργού. Ο κ. Καραμανλής αρκέσθηκε στο «σεμνά και ταπεινά» και εν συνεχεία δήλωνε ότι «όποιον πιάσω θα τον στείλω στην κρεμάλα». Δεν το έκανε δυστυχώς και προτίμησε σε ορισμένες περιπτώσεις (με εξαίρεση την ιστορία των «κουμπάρων») να χώσει τις υποθέσεις κάτω από το χαλί, χαλώντας βέβαια τις όποιες «δουλειές», διατηρώντας όμως του υπεύθυνους στις θέσεις τους. Υπήρξαν στιγμές που θα μπορούσε να έχει αποκαλύψει τέτοιες υποθέσεις ή και εκβιασμούς ισχυρών συμφερόντων, αλλά ουδέποτε το έκανε, με αποτέλεσμα να πληρώσουν και ο ίδιος και στενοί του συνεργάτες το κόστος.
Αλλωστε, ένα μάθημα από τα τελευταία χρόνια είναι πως αν δεν δημοσιοποιήσεις γρήγορα τέτοιες υποθέσεις, γίνεσαι εν συνεχεία εύκολα εκβιάσιμος από όποιον έχει ως χόμπι τη συλλογη τέτοιων στοιχείων...
Ενας ορατός κίνδυνος από την αποτυχία της κυβέρνησης Καραμανλή σε κρίσιμους τομείς είναι να δικαιωθεί η σχολή των κυνικών απολογητών του σημερινού συστήματος. Θυμάμαι ακόμη απελθόντα υπουργό ο οποίος επέμενε πως «η πολιτική δεν έχει τίποτα να κάνει με την ηθική» και βλέπω τους απολογητές του στάτους κβο να εξηγούν πως «ανάπτυξη χωρίς λίγη διαφθορά και διαπλοκή δεν γίνεται».
Είναι προφανές, ασφαλώς, πως το ζήτημα της διαφθοράς δεν λύνεται μόνο με νουθεσίες ούτε μόνο με συμβολικές κινήσεις. Χρειάζεται θεσμική προστασία και μηχανισμοί ελέγχου και διαφάνειας. Μέχρι όμως να γίνουμε Σουηδία και επειδή μπορεί να πάρει λίγο περισσότερο χρόνο από ό, τι νομίζουμε, καλό θα ήταν το νέο σύστημα εξουσίας να έχει τα μάτια του ανοικτά παντού, μα παντού, και με την πρώτη (δυσάρεστη) ευκαίρια να γράψει πραγματική ιστορία, ανοίγοντας μια νέα εποχή.
Ομως, το πώς θα χειριστεί τον πρώτο φάκελο ....
σκανδάλου που θα φτάσει στα χέρια του, θα παίξει καταλυτικό ρόλο στη διακυβέρνησή του. Αν δημοσιοποιήσει την υπόθεση, εκδιώξει τον υπεύθυνο, έστω και αν η υπόθεση δεν είναι 100% «δεμένη», και απευθυνθεί στο τέλος στη Δικαιοσύνη, θα έχει κερδίσει ένα μεγάλο στοίχημα. Θα κερδίσει δηλαδή πολλές μονάδες στις δημοσκοπήσεις, θα στείλει το ισχυρότερο δυνατό μήνυμα στους υπουργούς και τα στελέχη του και θα αλλάξει επιτέλους σελίδα σε αυτό το κεφάλαιο της μεταπολίτευσης. Δεν θα είναι εύκολο, γιατί αμέσως θα πέσουν πάνω του όλοι οι «έμπειροι» να προτείνουν το κουκούλωμα κ. λπ.
Ας δει όμως τα παραδείματα των δύο προκατόχων του. Ο κ. Σημίτης έχασε τη μάχη με τη διαφθορά και τη διαπλοκή γιατί διεμήνυε μέσω των συνεργατών του πως «πρέπει να πάτε στον εισαγγελέα». Κανείς όμως λογικός επιχειρηματίας ή πολίτης δεν τολμά να μπλέξει σε μια περιπέτεια διασυρμού, εκβιασμών κ. λπ. αν δεν έχει την πλήρη πολιτική κάλυψη του πρωθυπουργού. Ο κ. Καραμανλής αρκέσθηκε στο «σεμνά και ταπεινά» και εν συνεχεία δήλωνε ότι «όποιον πιάσω θα τον στείλω στην κρεμάλα». Δεν το έκανε δυστυχώς και προτίμησε σε ορισμένες περιπτώσεις (με εξαίρεση την ιστορία των «κουμπάρων») να χώσει τις υποθέσεις κάτω από το χαλί, χαλώντας βέβαια τις όποιες «δουλειές», διατηρώντας όμως του υπεύθυνους στις θέσεις τους. Υπήρξαν στιγμές που θα μπορούσε να έχει αποκαλύψει τέτοιες υποθέσεις ή και εκβιασμούς ισχυρών συμφερόντων, αλλά ουδέποτε το έκανε, με αποτέλεσμα να πληρώσουν και ο ίδιος και στενοί του συνεργάτες το κόστος.
Αλλωστε, ένα μάθημα από τα τελευταία χρόνια είναι πως αν δεν δημοσιοποιήσεις γρήγορα τέτοιες υποθέσεις, γίνεσαι εν συνεχεία εύκολα εκβιάσιμος από όποιον έχει ως χόμπι τη συλλογη τέτοιων στοιχείων...
Ενας ορατός κίνδυνος από την αποτυχία της κυβέρνησης Καραμανλή σε κρίσιμους τομείς είναι να δικαιωθεί η σχολή των κυνικών απολογητών του σημερινού συστήματος. Θυμάμαι ακόμη απελθόντα υπουργό ο οποίος επέμενε πως «η πολιτική δεν έχει τίποτα να κάνει με την ηθική» και βλέπω τους απολογητές του στάτους κβο να εξηγούν πως «ανάπτυξη χωρίς λίγη διαφθορά και διαπλοκή δεν γίνεται».
Είναι προφανές, ασφαλώς, πως το ζήτημα της διαφθοράς δεν λύνεται μόνο με νουθεσίες ούτε μόνο με συμβολικές κινήσεις. Χρειάζεται θεσμική προστασία και μηχανισμοί ελέγχου και διαφάνειας. Μέχρι όμως να γίνουμε Σουηδία και επειδή μπορεί να πάρει λίγο περισσότερο χρόνο από ό, τι νομίζουμε, καλό θα ήταν το νέο σύστημα εξουσίας να έχει τα μάτια του ανοικτά παντού, μα παντού, και με την πρώτη (δυσάρεστη) ευκαίρια να γράψει πραγματική ιστορία, ανοίγοντας μια νέα εποχή.