Σε μια άγρια αναμέτρηση, που μπορεί να κρύβει και δυσάρεστες εκπλήξεις για τους «σκληρούς» της γερμανικής κυβέρνησης και της ΕΚΤ, τείνει να μετατραπεί η σύνοδος Eurogroup/Ecofin στις 15 και 16 Μαρτίου: ο Πρωθυπουργός...
δέχεται εισηγήσεις να προχωρήσει ακόμη και στο αδιανόητο μέχρι πρόσφατα διάβημα, δηλαδή να ζητήσει από το ΔΝΤ την οικονομική βοήθεια, που ως τώρα αρνείται να προσφέρει η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Μετά την ψυχρολουσία του τελευταίου διημέρου, όπου οι υπουργοί Οικονομικών της Ευρωζώνης και της Ε.Ε. αρνήθηκαν να δώσουν υπόσταση στην πολιτική δέσμευση των ηγετών για στήριξη της Ελλάδας και άσκησαν ισχυρή πίεση για λήψη μέτρων που θα προκαλέσουν ακραίες κοινωνικές και οικονομικές παρενέργειες, το αδιανόητο της προσφυγής στο ΔΝΤ έχει πάψει να είναι τόσο… αδιανόητο, τονίζουν τραπεζικά στελέχη στην Αθήνα.
Ουσιαστικά, όπως εξηγούν τα ίδια στελέχη, η γερμανική κυβέρνηση και οι σκληροί τραπεζίτες της ΕΚΤ καταβάλλουν κάθε προσπάθεια να κάμψουν πλήρως τη βούληση της ελληνικής κυβέρνησης, επιβάλλοντας εκ των προτέρων όλα τα σκληρά μέτρα που θεωρούν αναγκαία για να αντιμετωπιστεί η δημοσιονομική κρίση, πριν συζητήσουν οποιαδήποτε λεπτομέρεια για το μηχανισμό παρέμβασης της Ε.Ε. στις αγορές, ο οποίος θα επέτρεπε στην Αθήνα να δανεισθεί φέτος τα 53 δις. ευρώ που χρειάζεται, χωρίς να εκτοξευθούν σε απαγορευτικά ύψη τα spread.
Ακόμη και κυβερνητικά στελέχη παραδέχονται πλέον σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις, ότι η τακτική των «σκληρών» της Ευρωζώνης κάνει πλέον την προσφυγή στο ΔΝΤ να μοιάζει… ελκυστική: το ΔΝΤ επιβάλει μεν την εφαρμογή πολύ αυστηρών μέτρων, αλλά σε αντάλλαγμα προσφέρει την πολύτιμη χρηματοδότηση που χρειάζονται όσες χώρες ζητούν τη βοήθειά του. Αντίθετα, η «αλληλεγγύη» των εταίρων μας στην Ευρωζώνη εκφράζεται ως τώρα μόνο με προσπάθεια επιβολής σκληρών μέτρων, χωρίς την παραμικρή δέσμευση εκ μέρους των κυβερνήσεων, εκτός από τη γενικόλογη δήλωση των ηγετών της περασμένης Πέμπτης.
«Κάθε κυβέρνηση που θα είχε εξαγγείλει τα μέτρα που ήδη έχει εξαγγείλει η ελληνική θα είχε εξασφαλίσει ήδη χρηματοδότηση από το ΔΝΤ. Αντίθετα, οι Ευρωπαίοι δέχθηκαν τα μέτρα μετ’ επαίνων, αλλά ζήτησαν ακόμη περισσότερα, χωρίς να δεσμευθούν για χρηματοδοτήσεις», τονίζουν χαρακτηριστικά κυβερνητικά στελέχη.
Όλα δείχνουν τώρα, ότι στον ένα μήνα που μεσολαβεί μέχρι τη συνεδρίαση του Eurogroup στις 15 Μαρτίου, η ελληνική κυβέρνηση καλείται να παρουσιάσει ακόμη περισσότερα σκληρά μέτρα, «βάζοντας χέρι» ακόμη και στον 14ο μισθό των δημοσίων υπαλλήλων και προωθώντας μια δυσβάστακτη για τα λαϊκά στρώματα αύξηση συντελεστών του ΦΠΑ. Το Ecofin «εγκλωβίζει», μάλιστα, την κυβέρνηση ακόμη περισσότερο στους πιο αυστηρούς κοινοτικούς κανόνες, καθώς στην επόμενη συνεδρίαση η προβλεπόμενη διαδικασία επιτήρησης ορίζει ότι οι υπουργοί Οικονομικών θα έχουν τη δυνατότητα να επιβάλλουν στην Ελλάδα τα μέτρα που θα προτείνουν, χωρίς δεύτερη συζήτηση.
Από την πλευρά της, η κυβέρνηση επιμένει ότι τα μέτρα που έχουν παρουσιασθεί είναι επαρκή και θα έχουν το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα της μείωσης του ελλείμματος κατά 4% του ΑΕΠ φέτος, εφόσον η Ε.Ε. δώσει λίγο χρόνο για την υλοποίησή τους, ανακοινώνοντας σαφή μέτρα στήριξης των χρηματοδοτικών αναγκών της Ελλάδας, αν υπάρξει ανάγκη, ώστε να λυθεί το «εμπάργκο» που έχει επιβληθεί από τις αγορές.
Σε αυτή τη σύγκρουση πολιτικών βουλήσεων, το τελευταίο «χαρτί» της Αθήνας, όπως τονίζουν τραπεζικά στελέχη, είναι η απειλή παράκαμψης των ευρωπαϊκών θεσμών και προσφυγής στο ΔΝΤ. Πρόκειται, βέβαια, για ένα «ατομικό όπλο», το οποίο θα πρέπει να αξιοποιηθεί με μεγάλη προσοχή, καθώς μια τέτοια κίνηση θα αποτελούσε αποφασιστικό πλήγμα στους ίδιους τους θεσμούς της νομισματικής ένωσης, αποδεικνύοντας παγκοσμίως ότι σε συνθήκες κρίσης δεν λειτουργούν και χρειάζεται εξωτερική, διορθωτική παρέμβαση της Ουάσιγκτον.
Ο Πρωθυπουργός έστειλε ήδη χθες το πρώτο συγκαλυμμένο προειδοποιητικό μήνυμα στους εταίρους μας προς την κατεύθυνση αυτή, στη διάρκεια των επαφών του με τη ρωσική ηγεσία στην Μόσχα. Άκουσε με προσοχή, χωρίς να σχολιάσει, την πρόταση του Ρώσου προέδρου Μεντβέντεφ να στραφεί η Ελλάδα στο ΔΝΤ και την Παγκόσμια Τράπεζα για το δανεισμό της και αυτή η στάση του Γ. Παπανδρέου δεν πέρασε απαρατήρητη στις Βρυξέλλες.
Ο μόνιμος πρόεδρος του Eurogroup, Ζαν Κλωντ Γιούνκερ, απάντησε ήδη χθες σε αυτά τα «ανοίγματα» του κ. Παπανδρέου, δηλώνοντας ότι θα ήταν «παράλογο» να ζητήσει η Ελλάδα υποστήριξη του ΔΝΤ. «Αν είχε η Καλιφόρνια ένα πρόβλημα χρηματοδότησης, δεν θα στρέφονταν οι ΗΠΑ στο ΔΝΤ», είπε χαρακτηριστικά, σε μια τοποθέτηση μάλλον εξυπνακίστικη, καθώς τα γεγονότα των τελευταίων ημερών απέδειξαν ότι η Ελλάδα δεν είναι για τις Βρυξέλλες, ό,τι η Καλιφόρνια για την Ουάσιγκτον: ο τεράστιος κρατικός προϋπολογισμός των ΗΠΑ μεταφέρει τεράστια ποσά στις πολιτείες που έχουν ανάγκη χρηματοδότησης, κάτι που δεν συμβαίνει με τον «αναιμικό» προϋπολογισμό της Ε.Ε., ενώ η Fed δεν θα διανοείτο να πάψει να δέχεται τα ομόλογα μιας πολιτείας των ΗΠΑ ως εγγύηση για αναχρηματοδότηση.
Σε κάθε περίπτωση, τα ομόλογα κάθε πολιτείας ουσιαστικά έχουν την εγγύηση της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, κάτι που δεν συμβαίνει με τα ομόλογα των χωρών της Ευρωζώνης. Αν, λοιπόν, φαίνεται αδιανόητο να ζητήσει βοήθεια από το ΔΝΤ μια πολιτεία των ΗΠΑ, δεν φαίνεται εξίσου παράλογο να κάνει μια χώρα-μέλος του ΔΝΤ χρήση του δικαιώματός της να ζητήσει τη βοήθειά του, σε μια κρίση χρηματοδότησης από τις δεκάδες που έχει αντιμετωπίσει εδώ και μισό αιώνα το ΔΝΤ…
Σταύρος Λιλόγλου
δέχεται εισηγήσεις να προχωρήσει ακόμη και στο αδιανόητο μέχρι πρόσφατα διάβημα, δηλαδή να ζητήσει από το ΔΝΤ την οικονομική βοήθεια, που ως τώρα αρνείται να προσφέρει η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Μετά την ψυχρολουσία του τελευταίου διημέρου, όπου οι υπουργοί Οικονομικών της Ευρωζώνης και της Ε.Ε. αρνήθηκαν να δώσουν υπόσταση στην πολιτική δέσμευση των ηγετών για στήριξη της Ελλάδας και άσκησαν ισχυρή πίεση για λήψη μέτρων που θα προκαλέσουν ακραίες κοινωνικές και οικονομικές παρενέργειες, το αδιανόητο της προσφυγής στο ΔΝΤ έχει πάψει να είναι τόσο… αδιανόητο, τονίζουν τραπεζικά στελέχη στην Αθήνα.
Ουσιαστικά, όπως εξηγούν τα ίδια στελέχη, η γερμανική κυβέρνηση και οι σκληροί τραπεζίτες της ΕΚΤ καταβάλλουν κάθε προσπάθεια να κάμψουν πλήρως τη βούληση της ελληνικής κυβέρνησης, επιβάλλοντας εκ των προτέρων όλα τα σκληρά μέτρα που θεωρούν αναγκαία για να αντιμετωπιστεί η δημοσιονομική κρίση, πριν συζητήσουν οποιαδήποτε λεπτομέρεια για το μηχανισμό παρέμβασης της Ε.Ε. στις αγορές, ο οποίος θα επέτρεπε στην Αθήνα να δανεισθεί φέτος τα 53 δις. ευρώ που χρειάζεται, χωρίς να εκτοξευθούν σε απαγορευτικά ύψη τα spread.
Ακόμη και κυβερνητικά στελέχη παραδέχονται πλέον σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις, ότι η τακτική των «σκληρών» της Ευρωζώνης κάνει πλέον την προσφυγή στο ΔΝΤ να μοιάζει… ελκυστική: το ΔΝΤ επιβάλει μεν την εφαρμογή πολύ αυστηρών μέτρων, αλλά σε αντάλλαγμα προσφέρει την πολύτιμη χρηματοδότηση που χρειάζονται όσες χώρες ζητούν τη βοήθειά του. Αντίθετα, η «αλληλεγγύη» των εταίρων μας στην Ευρωζώνη εκφράζεται ως τώρα μόνο με προσπάθεια επιβολής σκληρών μέτρων, χωρίς την παραμικρή δέσμευση εκ μέρους των κυβερνήσεων, εκτός από τη γενικόλογη δήλωση των ηγετών της περασμένης Πέμπτης.
«Κάθε κυβέρνηση που θα είχε εξαγγείλει τα μέτρα που ήδη έχει εξαγγείλει η ελληνική θα είχε εξασφαλίσει ήδη χρηματοδότηση από το ΔΝΤ. Αντίθετα, οι Ευρωπαίοι δέχθηκαν τα μέτρα μετ’ επαίνων, αλλά ζήτησαν ακόμη περισσότερα, χωρίς να δεσμευθούν για χρηματοδοτήσεις», τονίζουν χαρακτηριστικά κυβερνητικά στελέχη.
Όλα δείχνουν τώρα, ότι στον ένα μήνα που μεσολαβεί μέχρι τη συνεδρίαση του Eurogroup στις 15 Μαρτίου, η ελληνική κυβέρνηση καλείται να παρουσιάσει ακόμη περισσότερα σκληρά μέτρα, «βάζοντας χέρι» ακόμη και στον 14ο μισθό των δημοσίων υπαλλήλων και προωθώντας μια δυσβάστακτη για τα λαϊκά στρώματα αύξηση συντελεστών του ΦΠΑ. Το Ecofin «εγκλωβίζει», μάλιστα, την κυβέρνηση ακόμη περισσότερο στους πιο αυστηρούς κοινοτικούς κανόνες, καθώς στην επόμενη συνεδρίαση η προβλεπόμενη διαδικασία επιτήρησης ορίζει ότι οι υπουργοί Οικονομικών θα έχουν τη δυνατότητα να επιβάλλουν στην Ελλάδα τα μέτρα που θα προτείνουν, χωρίς δεύτερη συζήτηση.
Από την πλευρά της, η κυβέρνηση επιμένει ότι τα μέτρα που έχουν παρουσιασθεί είναι επαρκή και θα έχουν το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα της μείωσης του ελλείμματος κατά 4% του ΑΕΠ φέτος, εφόσον η Ε.Ε. δώσει λίγο χρόνο για την υλοποίησή τους, ανακοινώνοντας σαφή μέτρα στήριξης των χρηματοδοτικών αναγκών της Ελλάδας, αν υπάρξει ανάγκη, ώστε να λυθεί το «εμπάργκο» που έχει επιβληθεί από τις αγορές.
Σε αυτή τη σύγκρουση πολιτικών βουλήσεων, το τελευταίο «χαρτί» της Αθήνας, όπως τονίζουν τραπεζικά στελέχη, είναι η απειλή παράκαμψης των ευρωπαϊκών θεσμών και προσφυγής στο ΔΝΤ. Πρόκειται, βέβαια, για ένα «ατομικό όπλο», το οποίο θα πρέπει να αξιοποιηθεί με μεγάλη προσοχή, καθώς μια τέτοια κίνηση θα αποτελούσε αποφασιστικό πλήγμα στους ίδιους τους θεσμούς της νομισματικής ένωσης, αποδεικνύοντας παγκοσμίως ότι σε συνθήκες κρίσης δεν λειτουργούν και χρειάζεται εξωτερική, διορθωτική παρέμβαση της Ουάσιγκτον.
Ο Πρωθυπουργός έστειλε ήδη χθες το πρώτο συγκαλυμμένο προειδοποιητικό μήνυμα στους εταίρους μας προς την κατεύθυνση αυτή, στη διάρκεια των επαφών του με τη ρωσική ηγεσία στην Μόσχα. Άκουσε με προσοχή, χωρίς να σχολιάσει, την πρόταση του Ρώσου προέδρου Μεντβέντεφ να στραφεί η Ελλάδα στο ΔΝΤ και την Παγκόσμια Τράπεζα για το δανεισμό της και αυτή η στάση του Γ. Παπανδρέου δεν πέρασε απαρατήρητη στις Βρυξέλλες.
Ο μόνιμος πρόεδρος του Eurogroup, Ζαν Κλωντ Γιούνκερ, απάντησε ήδη χθες σε αυτά τα «ανοίγματα» του κ. Παπανδρέου, δηλώνοντας ότι θα ήταν «παράλογο» να ζητήσει η Ελλάδα υποστήριξη του ΔΝΤ. «Αν είχε η Καλιφόρνια ένα πρόβλημα χρηματοδότησης, δεν θα στρέφονταν οι ΗΠΑ στο ΔΝΤ», είπε χαρακτηριστικά, σε μια τοποθέτηση μάλλον εξυπνακίστικη, καθώς τα γεγονότα των τελευταίων ημερών απέδειξαν ότι η Ελλάδα δεν είναι για τις Βρυξέλλες, ό,τι η Καλιφόρνια για την Ουάσιγκτον: ο τεράστιος κρατικός προϋπολογισμός των ΗΠΑ μεταφέρει τεράστια ποσά στις πολιτείες που έχουν ανάγκη χρηματοδότησης, κάτι που δεν συμβαίνει με τον «αναιμικό» προϋπολογισμό της Ε.Ε., ενώ η Fed δεν θα διανοείτο να πάψει να δέχεται τα ομόλογα μιας πολιτείας των ΗΠΑ ως εγγύηση για αναχρηματοδότηση.
Σε κάθε περίπτωση, τα ομόλογα κάθε πολιτείας ουσιαστικά έχουν την εγγύηση της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, κάτι που δεν συμβαίνει με τα ομόλογα των χωρών της Ευρωζώνης. Αν, λοιπόν, φαίνεται αδιανόητο να ζητήσει βοήθεια από το ΔΝΤ μια πολιτεία των ΗΠΑ, δεν φαίνεται εξίσου παράλογο να κάνει μια χώρα-μέλος του ΔΝΤ χρήση του δικαιώματός της να ζητήσει τη βοήθειά του, σε μια κρίση χρηματοδότησης από τις δεκάδες που έχει αντιμετωπίσει εδώ και μισό αιώνα το ΔΝΤ…
Σταύρος Λιλόγλου