Με επιστολή προς το υπουργείο Ανάπτυξης
Διευκρινίσεις για τα δικαιώματα και τις επιλογές των καταναλωτών σε περιπτώσεις μη έκδοσης αποδείξεωνζητά η ΕΣΕΕ από το υπουργείο Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων.
Η ΕΣΕΕ στο πλαίσιο των ανακοινώσεων του υπουργείου για θέματα αγοράς και με αφορμή την πράξη νομοθετικού περιεχομένου για το μέτρο της άρνησης πληρωμής από τον καταναλωτή σε περίπτωση μη έκδοσης αποδείξεως, απέστειλε σχετική επιστολή προς την πολιτική ηγεσία του υπουργείου, σημειώνοντας ότι: «Η μεταβολή της νομοθεσίας στην κατεύθυνση της άρνησης πληρωμής από τον καταναλωτή σε περίπτωση μη έκδοσης αποδείξεως αποτελεί αποκλειστικά κίνηση εντυπωσιασμού και όχι ουσίας, αφού θα δημιουργήσει περισσότερα προβλήματα από αυτά που υποτίθεται θα επιλύσει.
Οι συγκεκριμένες αναφορές του Τύπου θα πρέπει να περιορισθούν και να διευκρινιστούν υπό την έννοια ότι, εάν κάποιος επαγγελματίας δεν εκδώσει το νόμιμο παραστατικό, τότε ο καταναλωτής και πελάτης του θα έχει το δικαίωμα να αρνηθεί την πληρωμή και -παρ’ ότι έχει δεχθεί την υπηρεσία- να αποχωρήσει αζημίως γι’ αυτόν.
Ωστόσο, κακώς παρερμηνεύεται και ακούγεται ότι το συγκεκριμένο μέτρο πάταξης της φοροδιαφυγής, όπως νομοθετήθηκε, έχει επεκταθεί, ώστε να καλύπτει και τον αγοραστή διαρκών προϊόντων από οργανωμένο εμπορικό κατάστημα. Θεωρούμε αυτές τις ανακοινώσεις παρακινδυνευμένες ανεφάρμοστες και ότι εξυπηρετούν σκοπούς παραπλάνησης και μόνο, μέσα στο γενικότερο -και βολικό- πλαίσιο της συλλήβδην συκοφάντησης του εμπορικού κόσμου, για τους εξής λόγους: Πρώτον, διότι στην παρούσα φάση τα οργανωμένα εμπορικά καταστήματα είναι στην συντριπτική τους πλειοψηφία νομότυπα και εκδίδουν την προβλεπόμενη απόδειξη αγορών στους πελάτες τους. Η φοροδιαφυγή βρίσκεται κυρίως στο παραεμπόριο, το οποίο πολύ σωστά έχει στοχεύσει το υπουργείο Ανάπτυξης κατά το τελευταίο χρονικό διάστημα, ενώ η ΕΣΕΕ προωθεί εκ νέου την καμπάνια «Ταμειακές παντού, αποδείξεις απ’όλους».
Δεύτερον, διότι εάν ο πελάτης ζητήσει την απόδειξή του και ο καταστηματάρχης αρνηθεί να την εκδώσει, μπορεί να καταγγείλει το γεγονός στις αρμόδιες αρχές και φυσικά μπορεί να αρνηθεί την αγορά, να αφήσει τα προϊόντα και να αποχωρήσει, όχι όμως να τα πάρει και να φύγει χωρίς να πληρώσει. Η κίνηση αυτή είναι παράνομη και πληροί την αντικειμενική υπόσταση του ποινικού αδικήματος της κλοπής, οπότε ο καταναλωτής μπορεί να εμπλακεί σε περιπέτειες, τις οποίες και ο ίδιος προφανώς δεν επιθυμεί. Η φοροδιαφυγή από την μη έκδοση απόδειξης δεν πατάσσεται με κλοπή.
Θέλουμε να πιστεύουμε ότι οι συγκεκριμένες προτροπές για παράνομες πράξεις και ενέργειες δεν θα βρουν υποστηρικτές, ενώ θεωρούμε υποχρέωση του υπουργείου να ενημερώσει σωστά και υπεύθυνα για τα δικαιώματα και τις επιλογές των καταναλωτών σε περιπτώσεις μη έκδοσης αποδείξεων και για την υποχρέωση όλων των εμπορικών καταστημάτων να αναρτήσουν σχετική πινακίδα πριν τις 12 Ιανουαρίου πλησίον του ταμείου για την αποφυγή διοικητικού προστίμου 1000 ευρώ. Το περιεχόμενο της πινακίδας θα πρέπει να είναι ως εξής: Ο καταναλωτής δεν έχει υποχρέωση να πληρώσει εάν δεν λάβει το νόμιμο παραστατικό στοιχείο (απόδειξη ή τιμολόγιο)».
Η ΕΣΕΕ στο πλαίσιο των ανακοινώσεων του υπουργείου για θέματα αγοράς και με αφορμή την πράξη νομοθετικού περιεχομένου για το μέτρο της άρνησης πληρωμής από τον καταναλωτή σε περίπτωση μη έκδοσης αποδείξεως, απέστειλε σχετική επιστολή προς την πολιτική ηγεσία του υπουργείου, σημειώνοντας ότι: «Η μεταβολή της νομοθεσίας στην κατεύθυνση της άρνησης πληρωμής από τον καταναλωτή σε περίπτωση μη έκδοσης αποδείξεως αποτελεί αποκλειστικά κίνηση εντυπωσιασμού και όχι ουσίας, αφού θα δημιουργήσει περισσότερα προβλήματα από αυτά που υποτίθεται θα επιλύσει.
Οι συγκεκριμένες αναφορές του Τύπου θα πρέπει να περιορισθούν και να διευκρινιστούν υπό την έννοια ότι, εάν κάποιος επαγγελματίας δεν εκδώσει το νόμιμο παραστατικό, τότε ο καταναλωτής και πελάτης του θα έχει το δικαίωμα να αρνηθεί την πληρωμή και -παρ’ ότι έχει δεχθεί την υπηρεσία- να αποχωρήσει αζημίως γι’ αυτόν.
Ωστόσο, κακώς παρερμηνεύεται και ακούγεται ότι το συγκεκριμένο μέτρο πάταξης της φοροδιαφυγής, όπως νομοθετήθηκε, έχει επεκταθεί, ώστε να καλύπτει και τον αγοραστή διαρκών προϊόντων από οργανωμένο εμπορικό κατάστημα. Θεωρούμε αυτές τις ανακοινώσεις παρακινδυνευμένες ανεφάρμοστες και ότι εξυπηρετούν σκοπούς παραπλάνησης και μόνο, μέσα στο γενικότερο -και βολικό- πλαίσιο της συλλήβδην συκοφάντησης του εμπορικού κόσμου, για τους εξής λόγους: Πρώτον, διότι στην παρούσα φάση τα οργανωμένα εμπορικά καταστήματα είναι στην συντριπτική τους πλειοψηφία νομότυπα και εκδίδουν την προβλεπόμενη απόδειξη αγορών στους πελάτες τους. Η φοροδιαφυγή βρίσκεται κυρίως στο παραεμπόριο, το οποίο πολύ σωστά έχει στοχεύσει το υπουργείο Ανάπτυξης κατά το τελευταίο χρονικό διάστημα, ενώ η ΕΣΕΕ προωθεί εκ νέου την καμπάνια «Ταμειακές παντού, αποδείξεις απ’όλους».
Δεύτερον, διότι εάν ο πελάτης ζητήσει την απόδειξή του και ο καταστηματάρχης αρνηθεί να την εκδώσει, μπορεί να καταγγείλει το γεγονός στις αρμόδιες αρχές και φυσικά μπορεί να αρνηθεί την αγορά, να αφήσει τα προϊόντα και να αποχωρήσει, όχι όμως να τα πάρει και να φύγει χωρίς να πληρώσει. Η κίνηση αυτή είναι παράνομη και πληροί την αντικειμενική υπόσταση του ποινικού αδικήματος της κλοπής, οπότε ο καταναλωτής μπορεί να εμπλακεί σε περιπέτειες, τις οποίες και ο ίδιος προφανώς δεν επιθυμεί. Η φοροδιαφυγή από την μη έκδοση απόδειξης δεν πατάσσεται με κλοπή.
Θέλουμε να πιστεύουμε ότι οι συγκεκριμένες προτροπές για παράνομες πράξεις και ενέργειες δεν θα βρουν υποστηρικτές, ενώ θεωρούμε υποχρέωση του υπουργείου να ενημερώσει σωστά και υπεύθυνα για τα δικαιώματα και τις επιλογές των καταναλωτών σε περιπτώσεις μη έκδοσης αποδείξεων και για την υποχρέωση όλων των εμπορικών καταστημάτων να αναρτήσουν σχετική πινακίδα πριν τις 12 Ιανουαρίου πλησίον του ταμείου για την αποφυγή διοικητικού προστίμου 1000 ευρώ. Το περιεχόμενο της πινακίδας θα πρέπει να είναι ως εξής: Ο καταναλωτής δεν έχει υποχρέωση να πληρώσει εάν δεν λάβει το νόμιμο παραστατικό στοιχείο (απόδειξη ή τιμολόγιο)».