Τις τελευταίες εβδομάδες σημειώθηκαν δύο εγκλήματα με κοινωνικές και πολιτικές διαστάσεις. Η απαγωγή του εφοπλιστή Π.Παναγόπουλου και η απόπειρα δολοφονίας της συνδικαλίστριας Κ.Κούνεβα.
Η πρώτη περίπτωση υπογράμμισε τα -συχνά τον τελευταίο καιρό- περιστατικά απαγωγών και την αύξηση της εγκληματικότητας στην Ελλάδα.Η δεύτερη αφορούσε κυκλώματα εκμετάλλευσης της ανθρώπινης εργασίας που θέλουν να χτυπήσουν με όλα τα μέσα την συνδικαλιστική δράση.Ηταν ομολογουμένως ένα σπάνιο συμβάν για τα ελληνικά δεδομένα.
Η απαγωγή υπερκαλύφθηκε από όλα τα ΜΜΕ και υπάρχουν μια σειρά από λόγοι για αυτό: αφορούσε ένα εξέχων μέλος του επιχειρηματικού κόσμου, στην υπόθεση παίζονταν πολλά χρήματα και οι σχετικές ιστορίες θυμίζουν κινηματογραφική ταινία με αρχή και τέλος, απ αυτές που αγαπούν αναγνώστες και τηλεθεατές. Η δολοφονική επίθεση εναντίον της Κ.Κούνεβα θα είχε περάσει σχεδόν απαρατήρητη, αν δεν συντηρούνταν στο προσκήνιο από ειδήσεις κυρίως στο διαδίκτυο και σε κάποιες εφημερίδες καθώς και από μικρές ομάδες ανθρώπων που συμπαραστάθηκαν στην συνδικαλίστρια.
Πέρα από τις συνηθισμένες υπερβολές ορισμένων μέσων ενημέρωσης ,το πρόβλημα δεν είναι η υπερκάλυψη της υπόθεσης Παναγόπουλου. Αλλωστε με τις δηλώσεις που έκανε μετά την απελευθέρωση του, το θύμα έδειξε ότι είναι ένας αξιοπρεπής άνθρωπος που δεν είναι τυχαίο ότι έφτασε στην θέση που έφτασε.
Ομως και η Κ. Κούνεβα είναι μία αξιοπρεπής γυναίκα: καθηγήτρια στη Βουλγαρία, αναγκάστηκε να μεταναστεύσει στην Ελλάδα λόγω της άθλιας κατάστασης της χώρας της, βρήκε δουλιά για να θρέψει την οικογένεια της και αποφάσισε να πάρει μέρος στον συνδικαλισμό για να αντιδράσει σε συνθήκες εργασίας που-με τις ευλογίες του Ελληνικου Δημοσίου- θυμίζουν όλο και περισσότερο 19ο αιώνα.
Οπως μάλιστα αποκαλύφθηκε τόσο από τις συναδέλφους της όσο και από συνεντεύξεις που είχε δώσει(δες διπλανές στήλες) η Κούνεβα δεχόταν συνεχείς απειλές για την ζωή της. Αν ο κ.Παναγόπουλος είχε δεχθεί παρόμοιες για την δική του, πιθανότατα θα είχε πάρει -και σωστά- κάποια μέτρα. Η φτωχή καθαρίστρια δεν είχε τα μέσα να προφυλαχθεί. Επρεπε είτε να σταματήσει τις δραστηριότητες της και να σκύψει το κεφάλι ή να μείνει πιστή σε αυτά που πίστευε, στους συναδέλφους της και κύρίως στην αξιοπρέπεια που πρέπει να έχει ένας πολίτης του 21ου αιώνα. Παρ όλα αυτά΄ η ιστορία μιας μικρής ηρωίδας ελάχιστα συγκίνησε τα δημοσιογραφικά λαγωνικά-ούτε καν τις εκπομπές που πουλάνε ανθρώπινο πόνο κάθε απόγευμα.
Το μέγεθος του εγκλήματος δεν ήταν επίσης το ίδιο: στη μια περίπτωση είχαμε μια απαγωγή που πιθανότατα θα είχε αίσιο τέλος αν η οικογένεια πλήρωνε τα λύτρα. Στην άλλη ένα βαρύτερο έγκλημα, μια απόπειρα δολοφονίας με βιτριόλι με το θύμα να χαροπαλεύει ακόμη. Με αδέξιο τρόπο έγινε προσπάθεια η υπόθεση Παναγόπουλου να συσχετιστεί με την τρομοκρατία χωρίς να υπάρχει η παραμικρή ένδειξη. Αντίθετα η περίπτωση Κούνεβα αποτελεί και χαρακτηριστική περίπτωση τρομοκρατίας, αν μετά τον πόλεμο στη Γάζα και τον «πόλεμο εναντίον της τρομοκρατίας « του Μπους έχει πλέον απομείνει κάποιο νόημα σε αυτή τη λέξη.Περιέργως(;) οι τρομολάγνοι των παραθύρων αγνόησαν το περιστατικό.
Ζούμε στην κοινωνία του θεάματος και πολλά από τα προηγούμενα είναι αναπόφευκτα. Αν κάτι δεν μπορεί να δικαιολογηθεί είναι η διαφορετική αντίδραση της αστυνομίας στις δύο υποθέσεις που είχε να εξιχνιάσει. Για τον Παναγόπουλο κινητοποιήθηκαν δεκάδες,αν όχι εκατοντάδες αστυνομικοί που άρχισαν να ερευνούν από παλιότερες υποθέσεις μέχρι κρατούμενους στις φυλακές και να εξετάζουν υπόπτους και συγγενείς.
Για την Κούνεβα δεν χρειαζόταν να ερευνηθεί η μισή Ελλάδα: τόσο η ίδια όσο και οι συνάδελφοι της ήξεραν από που προέρχονταν οι απειλές. Θα αρκούσαν μερικές προσαγωγές και ανακρίσεις για να εντοπιστούν οι δράστες. Ομως η εισαγγελέας που ανέλαβε την υπόθεση επέστρεψε στην Ασφάλεια τη δικογραφία που της διαβιβάστηκε, ζητώντας από τους αρμόδιους αξιωματικούς να συμπεριλάβουν στον φάκελο καταθέσεις και άλλων αυτοπτών μαρτύρων, αποτελέσματα νέων εργαστηριακών εξετάσεων αλλά και κατάθεση της ίδιας της κ. Κούνεβα, αν αυτό καταστεί εφικτό.
Είναι προφανές ότι η Αστυνομία ερεύνησε την υπόθεση πλημμελώς. Δεν είναι γνωστό αν αυτό έγινε με εντολή των πολιτικών της προιστάμενων, που σίγουρα δεν τόνισαν στους αστυνομικούς αρχηγούς την σημασία που έχει το πρωτοφανές περιστατικό για τις συνδικαλιστικές και πολιτικές ελευθερίες στην χώρα. Αν όμως η Αστυνομία ήθελε πράγματι να αλλάξει την εικόνα της μετά την δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου, θα έπρεπε να επιδείξει ανάλογο ζήλο με αυτόν που έδειξε στην υπόθεση Παναγόπουλου.Και όχι να προσπαθήσει να την κλείσει στα γρήγορα.
ΠΗΓΗ:tvxs.gr
Η πρώτη περίπτωση υπογράμμισε τα -συχνά τον τελευταίο καιρό- περιστατικά απαγωγών και την αύξηση της εγκληματικότητας στην Ελλάδα.Η δεύτερη αφορούσε κυκλώματα εκμετάλλευσης της ανθρώπινης εργασίας που θέλουν να χτυπήσουν με όλα τα μέσα την συνδικαλιστική δράση.Ηταν ομολογουμένως ένα σπάνιο συμβάν για τα ελληνικά δεδομένα.
Η απαγωγή υπερκαλύφθηκε από όλα τα ΜΜΕ και υπάρχουν μια σειρά από λόγοι για αυτό: αφορούσε ένα εξέχων μέλος του επιχειρηματικού κόσμου, στην υπόθεση παίζονταν πολλά χρήματα και οι σχετικές ιστορίες θυμίζουν κινηματογραφική ταινία με αρχή και τέλος, απ αυτές που αγαπούν αναγνώστες και τηλεθεατές. Η δολοφονική επίθεση εναντίον της Κ.Κούνεβα θα είχε περάσει σχεδόν απαρατήρητη, αν δεν συντηρούνταν στο προσκήνιο από ειδήσεις κυρίως στο διαδίκτυο και σε κάποιες εφημερίδες καθώς και από μικρές ομάδες ανθρώπων που συμπαραστάθηκαν στην συνδικαλίστρια.
Πέρα από τις συνηθισμένες υπερβολές ορισμένων μέσων ενημέρωσης ,το πρόβλημα δεν είναι η υπερκάλυψη της υπόθεσης Παναγόπουλου. Αλλωστε με τις δηλώσεις που έκανε μετά την απελευθέρωση του, το θύμα έδειξε ότι είναι ένας αξιοπρεπής άνθρωπος που δεν είναι τυχαίο ότι έφτασε στην θέση που έφτασε.
Ομως και η Κ. Κούνεβα είναι μία αξιοπρεπής γυναίκα: καθηγήτρια στη Βουλγαρία, αναγκάστηκε να μεταναστεύσει στην Ελλάδα λόγω της άθλιας κατάστασης της χώρας της, βρήκε δουλιά για να θρέψει την οικογένεια της και αποφάσισε να πάρει μέρος στον συνδικαλισμό για να αντιδράσει σε συνθήκες εργασίας που-με τις ευλογίες του Ελληνικου Δημοσίου- θυμίζουν όλο και περισσότερο 19ο αιώνα.
Οπως μάλιστα αποκαλύφθηκε τόσο από τις συναδέλφους της όσο και από συνεντεύξεις που είχε δώσει(δες διπλανές στήλες) η Κούνεβα δεχόταν συνεχείς απειλές για την ζωή της. Αν ο κ.Παναγόπουλος είχε δεχθεί παρόμοιες για την δική του, πιθανότατα θα είχε πάρει -και σωστά- κάποια μέτρα. Η φτωχή καθαρίστρια δεν είχε τα μέσα να προφυλαχθεί. Επρεπε είτε να σταματήσει τις δραστηριότητες της και να σκύψει το κεφάλι ή να μείνει πιστή σε αυτά που πίστευε, στους συναδέλφους της και κύρίως στην αξιοπρέπεια που πρέπει να έχει ένας πολίτης του 21ου αιώνα. Παρ όλα αυτά΄ η ιστορία μιας μικρής ηρωίδας ελάχιστα συγκίνησε τα δημοσιογραφικά λαγωνικά-ούτε καν τις εκπομπές που πουλάνε ανθρώπινο πόνο κάθε απόγευμα.
Το μέγεθος του εγκλήματος δεν ήταν επίσης το ίδιο: στη μια περίπτωση είχαμε μια απαγωγή που πιθανότατα θα είχε αίσιο τέλος αν η οικογένεια πλήρωνε τα λύτρα. Στην άλλη ένα βαρύτερο έγκλημα, μια απόπειρα δολοφονίας με βιτριόλι με το θύμα να χαροπαλεύει ακόμη. Με αδέξιο τρόπο έγινε προσπάθεια η υπόθεση Παναγόπουλου να συσχετιστεί με την τρομοκρατία χωρίς να υπάρχει η παραμικρή ένδειξη. Αντίθετα η περίπτωση Κούνεβα αποτελεί και χαρακτηριστική περίπτωση τρομοκρατίας, αν μετά τον πόλεμο στη Γάζα και τον «πόλεμο εναντίον της τρομοκρατίας « του Μπους έχει πλέον απομείνει κάποιο νόημα σε αυτή τη λέξη.Περιέργως(;) οι τρομολάγνοι των παραθύρων αγνόησαν το περιστατικό.
Ζούμε στην κοινωνία του θεάματος και πολλά από τα προηγούμενα είναι αναπόφευκτα. Αν κάτι δεν μπορεί να δικαιολογηθεί είναι η διαφορετική αντίδραση της αστυνομίας στις δύο υποθέσεις που είχε να εξιχνιάσει. Για τον Παναγόπουλο κινητοποιήθηκαν δεκάδες,αν όχι εκατοντάδες αστυνομικοί που άρχισαν να ερευνούν από παλιότερες υποθέσεις μέχρι κρατούμενους στις φυλακές και να εξετάζουν υπόπτους και συγγενείς.
Για την Κούνεβα δεν χρειαζόταν να ερευνηθεί η μισή Ελλάδα: τόσο η ίδια όσο και οι συνάδελφοι της ήξεραν από που προέρχονταν οι απειλές. Θα αρκούσαν μερικές προσαγωγές και ανακρίσεις για να εντοπιστούν οι δράστες. Ομως η εισαγγελέας που ανέλαβε την υπόθεση επέστρεψε στην Ασφάλεια τη δικογραφία που της διαβιβάστηκε, ζητώντας από τους αρμόδιους αξιωματικούς να συμπεριλάβουν στον φάκελο καταθέσεις και άλλων αυτοπτών μαρτύρων, αποτελέσματα νέων εργαστηριακών εξετάσεων αλλά και κατάθεση της ίδιας της κ. Κούνεβα, αν αυτό καταστεί εφικτό.
Είναι προφανές ότι η Αστυνομία ερεύνησε την υπόθεση πλημμελώς. Δεν είναι γνωστό αν αυτό έγινε με εντολή των πολιτικών της προιστάμενων, που σίγουρα δεν τόνισαν στους αστυνομικούς αρχηγούς την σημασία που έχει το πρωτοφανές περιστατικό για τις συνδικαλιστικές και πολιτικές ελευθερίες στην χώρα. Αν όμως η Αστυνομία ήθελε πράγματι να αλλάξει την εικόνα της μετά την δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου, θα έπρεπε να επιδείξει ανάλογο ζήλο με αυτόν που έδειξε στην υπόθεση Παναγόπουλου.Και όχι να προσπαθήσει να την κλείσει στα γρήγορα.
ΠΗΓΗ:tvxs.gr