Κάθε μέρα που περνά σε αυτή την ήττα που ζούμε δεν είναι η ίδια η ήττα που πονά αλλά ότι ξεμακραίνουν όλα. Λες και δεν μπήκαμε εμείς σε καράβι αλλά ό,τι μάς έδενε με αυτό το κομμάτι γης έλυσε τους κάβους και μάς άφησε πίσω. Στην κουπαστή χωρίς να μάς κουνάνε μαντήλι οι Ποιητές 
και οι Ήρωες μας κοιτάζουν κατάματα με το βλέμμα του προδωμένου που δεν καθρεπτίζει τίποτε άλλο μέσα του παρά μόνο απογοήτευση. Λες και μέσα στους αιώνες πόνταραν σε μας για την Αθανασία τους αλλά αποδειχθήκαμε τα πιο κουτσά άλογα του ιπποδρόμου της Ιστορίας. Κι όμως εμείς στις παρελάσεις καμαρωτά καλπάζαμε στις επετείους μνήμης Ποιητών και Ηρώων! 
Μένουμε πίσω με τα πόδια μας τσιμεντωμένα στο λιμάνι ξεγυμνωμένοι πλήρως από τον οπλισμό που μάς έκανε μέχρι πρότινος άτρωτους. Δεν είσαι τίποτε χωρίς την πανοπλία που σου έδωσαν να φοράς όσοι έκαναν την χώρα αυτή στίχους και χρώματα, αίμα και αγώνες. Ένα δίποδο όπως εκατομμύρια άλλα στον πλανήτη είσαι χωρίς την ασπίδα της ταυτότητας σου. Αλλά ας τα πούμε όλα τώρα μιας και τα έχουμε χάσει όλα. Δεν την γούσταρες την ταυτότητά σου. Ποτέ δε σου άρεσε ο “βαλκανοχωριάτικος” πολιτισμός και ήθελες να παίρνεις αέρα ευρωπαϊκό από φιλολογικά στέκια αριστερών και τεμπέληδων φαφλατάδων. Δεν γούσταρες τον Ελύτη και τον Ρίτσο, τα λόγια τους αποσπασματικά γούσταρες να τα βάζεις σε γιορτές για λίγους ανάμεσα σε χαβιάρι και μπρικ ή το πολύ-πολύ για να πείσεις καμιά γκόμενα ότι είσαι “διαβασμένος”. 
Δεν τον γούσταρες τον άπλυτο πολεμιστή, τον άυπνο και ξυπόλητο που από τη φύση του κατανοούσε ότι η κατάφαση στην δουλικότητα είναι η μετάλλαξή του σε ζωντανό νεκρό. Τον ανέφερες σε ομιλίες “επαναστατικές”, τον έκανες πανό, βιβλίο και παράδειγμα στους γελοίους πολιτικούς λόγους, αλλά με τίποτε δεν θα ήθελες να είσαι δίπλα του για ένα λεπτό. Το αίμα, η απλυσιά, ο ιδρώτας και η αγωνία του θανάτου θα σου “γύριζαν” το ευαίσθητο στομάχι σου. Η στιγμή του ηρωισμού μυρίζει άνθρωπο. Το "Ελλάς ευγνωμωνούσα" είναι ένα μπρούτζινο καρφί που στεριώνει την καρδιά. Πρέπει να έχεις καρδιά για να σου αξίζει αυτό το καρφί. 
Δεν είναι η ήττα που πονά, είναι ότι μείναμε πίσω μόνοι χωρίς το φως του Αγγελόπουλου και χωρίς τους “ήρωες που περπατούν στα σκοτεινά” του Σεφέρη. Δεν υπάρχει πια η μουσική του Χατζιδάκι να “ντύσει” το Χάρτινο Εγώ μας. Μείναμε πίσω ορφανοί. Και είναι πραγματικά μακάριοι οι τόσοι ηλίθιοι που ακόμα δεν έχουν καταλάβει τι έχει συμβεί. Τρέχουν ακόμα κάτω από μπαλκόνια να ακούσουν υποσχέσεις μιας καλύτερης ζωής χωρίς να μπορούν να κατανοήσουν ότι η καλύτερη ζωή είναι φαγητό πλαστικό, αναπαραγωγή του είδους άνευ συνειδήσεως και θάνατος μέσα σε κάτουρα και σκατά χωρίς τους Ποιητές και τους Ήρωες.
Όσο για εκείνον τον Μπρεχτ που είπε το χιλιοαντιγραμένο σε άρθρα και φιλολογικές βραδιές “αλίμονο στην χώρα που έχει ανάγκη από ήρωες”, πέθανε χωρίς να δώσει την απάντηση για του τι θα ήταν ο ποιητής αν δεν είχε ως έμπνευση τους ήρωες. Δυστυχώς για αυτόν δεν ζει για να δει πώς είναι μια χώρα που δεν έχει ανάγκη ήρωες και κατ' επέκταση ξέμεινε από ποιητές. Να κοίταζε εμάς εδώ κοκαλωμένους στο λιμάνι καταδικασμένους να πορευτούμε μέχρι το τέλος χωρίς Ποιητές και Ήρωες. Μονάχα με την σιγουριά του ότι αλίμονο στην χώρα που δεν έχει ανάγκη την Ταυτότητά της. 
Άντε τώρα να σταθούμε και πάλι στην ουρά με το χαρτάκι στο χέρι να πληρώσουμε το ενοίκιο στέγασής μας μη και μάς τιμωρήσουν οι νοικοκυραίοι που έπεισαν τον όχλο ότι ζωή και πατρίδα είναι πρόσθεση και αφαίρεση. Άντε να κάνουμε τους διακανονισμούς μας με τα γκρίζα ανθρωπάρια των δημοσίων κατοχικών υπηρεσιών. Να απειλήσουμε, να οργιστούμε, να παρακαλέσουμε μη και χάσουμε κανέναν πόντο από τους τούβλινους τοίχους των σπιτιών μας. Άντε να ζήσουμε όσο μάς μένει γιατί δεν έχει μετά. Το μετά μπήκε στο μπαούλο της Ιστορίας και τοποθετήθηκε στην κουπαστή. Κάθονται πάνω του ο νηστικός στρατιώτης και ο τρελός ποιητής κοιτάζοντας εμάς τους δειλούς και μοιραίους να παίρνουμε τις τελευταίες μας ανάσες αμέριμνοι πριν το λιμάνι που πάνω του στεκόμαστε αρχίσει να βυθίζεται. Πριν το δικό μας Μηδέν σύρει μαζί του και την δικιά τους Αθανασία στον πάτο.
 
Top