Tο βασικότερο ίσως πρόβλημα της κυβέρνησης είναι ότι τα στελέχη της δεν διαβάζουν. Ούτε καν εφημερίδα. Ετσι, χωρίς γνώση και προβληματισμό, προχωρούν σε θέσπιση μέτρων και κατόπιν στην κατάργησή τους. Αν, για παράδειγμα, διάβαζαν το προ δύο ετών άρθρο του καθηγητή Συνταγματικού Δίκαιου κ. Σταύρου Τσακυράκη (δημοσιεύθηκε εδώ, στην «Καθημερινή») θα ήξεραν ότι η απαγόρευση της δημοσίευσης των γκάλοπ δεν είναι μόνο αντισυνταγματική, έρχεται σε αντίθεση και με το Ευρωπαϊκό Δίκαιο.

«Η Γαλλία αντιμετώπισε στο παρελθόν το παράλογο αυτής της απαγόρευσης» της δημοσιοποίησης των δημοσκοπήσεων, έγραψε ο κ. Τσακυράκης («Καθημερινή» 26.8.2007). «Η γαλλική απαγόρευση δεν έφτανε σε 15 ημέρες πριν από τις εκλογές, αλλά στη μία εβδομάδα. Η διάταξη παραβιάσθηκε από κάποιον εκδότη, ο οποίος τιμωρήθηκε. Το γαλλικό όμως Αναιρετικό Δικαστήριο (2001) έκρινε ότι η απαγόρευση είναι ασυμβίβαστη με την ελευθερία του λόγου που κατοχυρώνει η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και αναίρεσε την κύρωση που είχε επιβληθεί. Μετά την απόφαση αυτή, ο νόμος τροποποιήθηκε και σήμερα η απαγόρευση ισχύει μόνο για το διάστημα 2 ημερών πριν από τις εκλογές. Ανεξαρτήτως αν και αυτή η απαγόρευση είναι προβληματική, είναι φανερό ότι υπήρξε ριζική αλλαγή στο όλο σκεπτικό της ρύθμισης, έτσι ώστε με τη σημερινή της μορφή να μοιάζει περισσότερο με την απαγόρευση των προεκλογικών συγκεντρώσεων το τελευταίο 24ωρο πριν από τις εκλογές παρά με απαγόρευση διάδοσης πληροφοριών».

Με άλλα λόγια, αν περάσει η απαγόρευση δεν θα έχουμε μόνο ένα αντιδημοκρατικό μέτρο, θα το πληρώσουμε κι όλας. Εμείς οι φορολογούμενοι, όχι οι κυβερνώντες. Στα πολλά πρόστιμα που έχει η χώρα για παραβίαση του κοινοτικού δικαίου θα προστεθούν κι άλλα.

Σημαντικότερη όμως είναι η προβληματική περί αντισυνταγματικότητας του μέτρου: «Η πρώτη αρχή στην οποία αντιβαίνει η απαγόρευση είναι η ελεύθερη διακίνηση πληροφοριών, που αποτελεί το συστατικό στοιχείο του δημόσιου διαλόγου και της δημοκρατίας. Οι πολιτικές δημοσκοπήσεις αποτελούν πληροφορίες για τις εκτιμήσεις κάποιων ειδικών πάνω στην πρόθεση ψήφου του εκλογικού σώματος».

Η δεύτερη αρχή που παραβιάζεται είναι αυτή της ισότητας: «Το πλέον εξοργιστικό είναι ότι δεν απαγορεύεται η διεξαγωγή των δημοσκοπήσεων, αλλά μόνο η δημοσιοποίησή τους», σημειώνει ο καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου. «Ετσι, τα επιτελεία των κομμάτων ή όποιος πολίτης διαθέτει οικονομικά μέσα μπορούν να έχουν πληροφορίες για την πρόθεση του εκλογικού σώματος και να δρουν αναλόγως, η μεγάλη πλειοψηφία του εκλογικού σώματος όμως παραμένει στο σκοτάδι. Η διάκριση μεταξύ πολιτών που διαθέτουν πληροφορίες και άλλων που δεν έχουν πρόσβαση σε αυτές είναι ό,τι πιο διαστροφικό μπορεί να υπάρξει σε μια δημοκρατία και προσβάλλει βάναυσα την αρχή της ισότητας...».

Η απαγόρευση της δημοσιοποίησης των δημοσκοπήσεων είναι χειρότερη από συνταγματικό έγκλημα. Είναι ανόητη. Επί 15 ημέρες θα γίνεται πάρτι με την ανώνυμη παραπληροφόρηση. Παπαγαλάκια όλων των χρωμάτων θα «έχουν από πρώτο χέρι κάποιες καλές πληροφορίες, για το τελευταίο γκάλοπ που έκανε η Ν.Δ., το ΠΑΣΟΚ, ο x ή ο ψ». Κι έτσι θα έχουμε επηρεασμό χωρίς την ελάχιστη σοβαρότητα.

ΠΗΓΗ:ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

 
Top